Ελληνικά

Η «εκδίκηση» της Μονίκ | Εφημερίδα η Εποχή



Εντουάρ Λουί «Η Μονίκ δραπετεύει», μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη, εκδόσεις Αντίποδες, 2024


 


«Θυμάμαι στο σχολείο με κορόιδευαν που ήμουν γκέι. […] Τα φαντάσματα είναι και δεν είναι εδώ. […] Η βία είναι ένα φάντασμα που προκαλεί… Πιστεύω ότι υπάρχει μια βαθιά σχέση ανάμεσα στην κοινωνική βία και την επανάληψη. Και αν δεν χρησιμοποιείς την επανάληψη στη λογοτεχνική της μορφή, τότε δεν μιλάς ολοκληρωμένα γι’ αυτήν τη σχέση. Νομίζω ότι το χαρακτηριστικό της βίας είναι ότι μπορεί να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Είσαι γυναίκα και υφίστασαι σεξουαλική επίθεση στον δρόμο, και αυτό μπορεί να συμβεί ξανά. Είσαι γκέι, είσαι λεσβία, και σε βρίζουν χρησιμοποιώντας διάφορα επίθετα και ξέρεις ότι μπορεί να συμβεί ξανά. Στο σχολείο με αποκαλούσαν αδερφή, με έβριζαν και ήξερα ότι θα συμβεί ξανά. Ο Ζακ Ντεριντά αναφέρεται στη spectrality, σε αυτά τα φαντάσματα που μας περιτριγυρίζουν: ένα φάντασμα θέτει σε αμφιβολία τον δεσμό ανάμεσα σε αυτό που είναι εδώ και που δεν είναι. Και η βία είναι ένα φάντασμα που θέτει σε αμφιβολία τη σχέση ανάμεσα σε αυτό που είναι εδώ και που δεν είναι» είπε ο Εντουάρ Λουί, ξεκινώντας τη συζήτηση στην παρουσίαση του τελευταίου βιβλίου του, στο κατάμεστο θέατρο Χώρα, στις 29 Οκτωβρίου.


 



 


Για την ταξική και κοινωνική βία ο Λουί έχει μιλήσει επανειλημμένα. Η πολιτική είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου, είχε πει, μεταξύ άλλων, στη συζήτηση με τον Κεν Λόουτς. Το να ανήκεις στη μια ή στην άλλη κατηγορία ισοδυναμεί με το να είσαι ή να μην είσαι εκτεθειμένος σε πρόωρο θάνατο. Μεγάλες κατηγορίες εργαζομένων, οι μαύροι και οι Άραβες, είναι καταδικασμένοι στη φτώχεια, στην επισφάλεια, στην αστυνομική βία. Στα ΛΟΑΤ άτομα είναι μεγαλύτερα τα ποσοστά αυτοκτονίας απ’ ό,τι σε άλλους και η βία των αντρών σκοτώνει καθημερινά γυναίκες.


Μιλώντας για το τελευταίο βιβλίο του είπε: «Αυτό είναι βιβλίο που γράφτηκε στην Αθήνα. Βρισκόμουν εδώ δεσμευμένος σε επαγγελματικές υποχρεώσεις: ετοιμάζαμε μια παράσταση στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση και έγραφα το βιβλίο που αφορά τον αδελφό μου ο οποίος τότε ζούσε ακόμη».


Πρόθεση του Λουί, στο «L’ Effondrement» (Η κατάρρευση) που κυκλοφορεί στα γαλλικά, ήταν να επεξεργαστεί τη σχέση με τον αδελφό του, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 38 ετών – όμως, ένα τηλεφώνημα από τη μητέρα του, από το Παρίσι, άλλαξε τα σχέδιά του. «Μου τηλεφώνησε μες τη νύχτα. Έκλαιγε», αρχίζει την αφήγησή του στο βιβλίο του «Η Μονίκ δραπετεύει». «Μου διηγήθηκε στο τηλέφωνο πως ο άντρας που είχε γνωρίσει μετά τον χωρισμό της από τον πατέρα μου, με τον οποίο έμενε τώρα σε μια εργατική πολυκατοικία στο κέντρο του Παρισιού, την έκανε να ξαναζεί τα ίδια πράγματα, επαναλάμβανε μαζί της τις ίδιες συμπεριφορές που για είκοσι χρόνια της επέβαλλε ο πατέρας μου […] έπινε πολύ […] την ταπείνωνε […] άρχιζε να την βρίζει».


 


Απόδραση από την παγίδα


 


Στο «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», το συγκλονιστικό πορτρέτο της μητέρας του, ο Λουί αφηγείται την παγιδευμένη στον ρόλο του θύματος ζωή της, στον οποίο την τοποθέτησε ένα σύστημα που συντηρούσε τη φτώχεια και την άγνοια του πατέρα του και καλλιεργούσε τη βία. «Δεν αναφερόμαστε στις γυναίκες των λαϊκών τάξεων, ακόμα κι όταν μιλάμε για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία», μια πάγια θέση του Λουί που επαναλαμβάνει με κάθε αφορμή, είχε επιμείνει και επεκταθεί σε αυτήν και στη συζήτηση στο τελευταίο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ το περασμένο καλοκαίρι. Στο τέλος του βιβλίου, η μητέρα του έχει εγκαταλείψει τον πατέρα του και ζει στο Παρίσι ένα νέο έρωτα με τον επιστάτη ενός κτιρίου.


Η συνέχεια της ιστορίας της μητέρας του, «Η Μονίκ δραπετεύει», είναι η αφήγηση της οργάνωσης μιας απόδρασης εξ αποστάσεως. Λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων ο Λουί δεν μπορεί να φύγει από την Αθήνα, όταν η μητέρα του τού διηγείται στο τηλέφωνο ότι ξαναζεί τις ίδιες καταστάσεις, τις ίδιες συμπεριφορές που για είκοσι χρόνια της επέβαλλε ο πατέρας του. «Απελευθερώθηκα από τον πατέρα σου, πίστευα πως θα ξεκινούσε μια καινούργια ζωή για μένα και τώρα όλα ξαναρχίζουν […] γιατί πέφτω μόνο πάνω σε άντρες που στέκονται εμπόδιο στην ευτυχία μου;» Τα λόγια της διακόπτονταν από λυγμούς και άρχισε και ο γιος της να κλαίει μαζί της ενώ προσπαθούσε να βρει μια λύση: να πάρει τα πράγματά της γρήγορα από το σπίτι, να βρει καταρχάς καταφύγιο στο διαμέρισμά του στο Παρίσι με τη βοήθεια του φίλου του Ντιντιέ, να αναζητήσει μονιμότερες πιθανές λύσεις εγκατάστασης. Στους δισταγμούς της για το αν έχει το κουράγιο να φύγει αμέσως, της αντιπαραθέτει τη βία που έχει υποστεί και η αδελφή του από έναν άνδρα, τη βία που έχει ασκήσει ο αδελφός του στη γυναίκα του που εκείνη αναγκάστηκε να φωνάξει την αστυνομία. «Σε όλη μου τη ζωή και κυρίως στην οικογένειά μας έβλεπα άντρες που χτυπούσαν τις γυναίκες, και δεν θέλω να συμβεί και σε σένα, πρέπει να φύγεις» και όσο πάσχιζα να την πείσω τόσο ο άντρας πίσω της συνέχιζε να ουρλιάζει. Όταν η μητέρα του εγκαταστάθηκε προσωρινά στο σπίτι του, ο Λουί δεν ήξερε αν έβρισκε την εικόνα ωραία ή τραγική, ωραία επειδή η μητέρα του είχε απελευθερωθεί ή τραγική γιατί θα έπρεπε να ξαναρχίσει τα πάντα από την αρχή, να απελευθερωθεί για ακόμη μια φορά. Ανακαλώντας ταυτόχρονα τη ζωή της μητέρας του Ντιντιέ, η οποία «είχε ζήσει για χρόνια μια ζωή που δεν ήθελε να ζήσει, σε ένα μέρος απ’ όπου δεν μπορούσε να ξεφύγει: […] μια φυλακισμένη ύπαρξη». Όταν η μητέρα του Λουί τελικά μετακομίζει στο χωριό που ζει η κόρη της, επιλέγει ανάμεσα σε δύο σπίτια αυτό που έχει κι έναν μικρό κήπο, και μόνη της πια αποκτά ένα πολύτιμο «δικό της δωμάτιο».


 


Η βιωμένη νίκη


 


Μια μέρα ο Λουί δέχτηκε ένα τηλεφώνημα από ένα διάσημο γερμανό σκηνοθέτη που θέλει να κάνει μια παράσταση που βασίζεται στους Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας. «Ξαφνικά μου έρχεται η ιδέα ότι θα μπορούσα να την πάρω μαζί μου και πως αυτό το ταξίδι θα μπορούσε να αποτελέσει στην ιστορία της το κεφάλαιο μια καινούριας οδύσσειας, της Εκδίκησης: για εκείνη που πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής της στη σκιά».


Μετά την παράσταση, όταν ο ηθοποιός αφηγητής ανακοίνωσε στο κοινό την παρουσία της Μονίκ, όλοι στην αίθουσα σηκώθηκαν «σαν ένα σώμα», φωνάζοντας από ενθουσιασμό για να την τιμήσουν. Τα χειροκροτήματα δεν σταματούσαν, η μητέρα του είχε υψώσει τη γροθιά της προς τον ουρανό και ο Λουί έλεγε συνέχεια στον εαυτό του: Κέρδισε.


«Αυτό το βιβλίο που διαβάζετε είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτέλεσμα μιας παραγγελίας από τη μητέρα μου. Δεν το αποφάσισα, δεν το προγραμμάτισα. Δεν ήταν δική μου ιδέα εξαρχής. Τίποτα στη λογοτεχνία δεν μου είχε δώσει ποτέ τόση χαρά.»


 


 


www.epohi.gr/article/41232/to-kastro-ths-monik


 


Apsny News

İlgili Makaleler

Bir yanıt yazın

Başa dön tuşu