Ελληνικά

Ευρωεκλογές και επικοινωνιακές στρατηγικές | Εφημερίδα η Εποχή



Η διαδικασία έγκρισης της συμμετοχής των κομμάτων στις ευρωεκλογές ολοκληρώθηκε, τα ευρωψηφοδέλτια έκλεισαν και η προεκλογική καμπάνια έχει πια ξεκινήσει.


Για τη Νέα Δημοκρατία, το στοίχημα δεν είναι απλά η πρωτιά, που θεωρείται δεδομένη, αλλά να διατηρήσει τη μεγάλη διαφορά της από το δεύτερο κόμμα και την εκλογική της κυριαρχία. Γι’ αυτό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να ξορκίσει τη χαλαρότητα που χαρακτηρίζει την ψήφο στις ευρωεκλογές, επαναλαμβάνοντας συνεχώς πως πρόκειται για εθνική κάλπη και θέτοντας ζήτημα σταθερότητας για την πορεία της χώρας ανάλογα με τα αποτελέσματα.


 


Ευρωεκλογές με κριτήρια εσωτερικού


 


Προς το παρόν, η στρατηγική αυτή πιάνει εν μέρει, καθώς οι πολίτες όντως φαίνεται ότι θα ψηφίσουν κατά κύριο λόγο βάσει εσωτερικών ζητημάτων (38%), ενώ τα ευρωπαϊκά αποτελούν βασικό κριτήριο μόνο για το 18,1% (Opinion Poll). Αυτό ακριβώς, όμως, μπορεί να γυρίσει και μπούμερανγκ στην κυβέρνηση, καθώς όσον αφορά την αντιμετώπιση της ακρίβειας, που παραμένει το νούμερο 1 πρόβλημα των πολιτών, το 56% δηλώνει πως δεν είναι καθόλου ικανοποιημένο από τις κυβερνητικές πολιτικές. Από την άλλη, οι πολίτες δεν ασπάζονται τα περί κινδύνου σταθερότητας (το 65% πιστεύει πως δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα, σύμφωνα με τη Metron Analysis). Εξού, λοιπόν, και η κυβέρνηση, αφενός, θα συνεχίσει να βγάζει «καλάθια», να δίνει επιδόματα, όπως της επέκτασης αυτού της μητρότητας, κτλ, και, αφετέρου, θα προσπαθεί να χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό και τους πολέμους στη γύρω περιοχή σαν μπαμπούλα. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που μάλλον θα σώσει τη ΝΔ, είναι πως οι πολίτες είναι περισσότερο δυσαρεστημένοι από την αντιπολίτευση, παρά από την κυβέρνηση (καθόλου ικανοποιημένοι από το συνολικό κυβερνητικό έργο είναι το 40,5%, από την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ το 60,8% και του ΠΑΣΟΚ το 54,7%, σύμφωνα με την Opinion Poll). Παρόλα αυτά, η τάση αποδοκιμασίας της κυβέρνησης στις ευρωεκλογές παραμένει για τη ΝΔ ο μεγάλος κίνδυνος για μείωση του ποσοστού της.


 


Τα κοντά ποδάρια της αρνητικής ψήφου


 


Σ’ αυτή την ψήφο διαμαρτυρίας στοχεύουν κυρίως τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η επιδίωξη, όμως, μιας, σχεδόν αποκλειστικά, αρνητικής ψήφου, που δεν εστιάζει τόσο σε θετικές προτάσεις και σε ένα όραμα για το μέλλον, αλλά στην αποτύπωση της δυσχερούς κατάστασης, την ώρα, μάλιστα, που το κυρίαρχο συναίσθημα των πολιτών είναι αυτό της απογοήτευσης, μπορεί κάλλιστα να αφήσει πολύ κόσμο καθηλωμένο σ’ αυτή και άρα στην αποχή. Ταυτόχρονα, λειτουργεί ως αποδοχή της κυριαρχίας της ΝΔ, θέτοντάς τη ως μέτρο σύγκρισης και πεδίο της πολιτικής σύγκρουσης, περιορίζοντας το εύρος των επίδικων που τίθενται. Ενώ εξ αντικειμένου βάζει την αντιπολίτευση να διαγκωνίζεται κυρίως μεταξύ της, αφού η πρώτη θέση είναι κατειλημμένη και το ζητούμενο είναι όλες οι υπόλοιπες (αν και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες μέρες ξεκίνησε να μιλά για διεκδίκηση της πρωτιάς), καθιστώντας έτσι πολύ πιο εύκολη τη δουλειά της ΝΔ όσον αφορά στην αποδόμηση των αντιπάλων –την κάνουν μόνοι τους.


Μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέας Αριστεράς η προεκλογική μάχη τίθεται και ως ποιο κόμμα αποτελεί τον κύριο εκφραστή της Κεντροαριστεράς – Αριστεράς, γεγονός που κάποιες φορές φαίνεται να συγχέεται, κυρίως από τη Νέα Αριστερά, με το από ποιους ζητούν ψήφο. Η οριοθέτηση και η καθαρότητα, δηλαδή, των πολιτικών θέσεων, μπερδεύεται με την οριοθέτηση και κατονομασία της ιδεολογικο-πολιτικής ταυτότητας των ψηφοφόρων. Έτσι περιορίζεται το κοινό απεύθυνσης, αλλά και δεν επιτελείται και ένας βασικός σκοπός της πολιτικής: να πείσεις και μετατοπίσεις στις θέσεις σου ευρύτερα ακροατήρια. Πέραν ότι η στόχευση για αντιπροσώπευση των ήδη «πεισμένων» για τη Νέα Αριστερά δεν φαίνεται να εξασφαλίζει σίγουρα το κατώφλι του 3%, δεν λειτουργεί και εν γένει πρακτικά, καθώς η ταύτιση/προτίμηση ενός κόμματος δεν γίνεται μόνο βάσει ιδεολογικής σύμπνοιας, αλλά διαμορφώνεται από διάφορους παράγοντες, συχνά ακόμα και μη «καθαρά» πολιτικούς (πχ συναίσθημα συμπάθειας – εμπιστοσύνης προς πρόσωπα). Άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών (21%) αυτοτοποθετείται στο «θολό» Κέντρο, που εκλογικά πηγαίνει τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά, ενώ το 15,3% δεν αυτοπροσδιορίζεται καν με αυτούς τους όρους (Διανέοσις, «Τι πιστεύουν οι Έλληνες, α΄ μέρος»). Κατά τ’ άλλα, τόσο το ΠΑΣΟΚ, που δημοσκοπικά τους τελευταίους δύο μήνες υποχωρεί στην 3η θέση πάλι, όσο και η Νέα Αριστερά, δεν φαίνεται να έχουν βρει –προς το παρόν– μια σαφή επικοινωνιακή στρατηγική και μια πρωτοτυπία, όπως και το διακριτό τους σημείο που να ξεχωρίζει σαφώς την εικόνα τους από τα συναφή κόμματα.


 


Λαός και Κολωνάκι


 


Ο ΣΥΡΙΖΑ, απ’ την άλλη πλευρά, που στις τελευταίες δημοσκοπήσεις ανεβαίνει (σε κάθε περίπτωση, βέβαια, είναι αρκετά πιο κάτω από το 17,83% των βουλευτικών), βρίσκεται στο άλλο άκρο, όπου η απεύθυνσή του, όπως και η ταυτότητά του, τείνει προς ένα αντιφατικό συνονθύλευμα. Όχι όμως και τυχαίο, αφού η επικοινωνιακή στρατηγική του προέδρου είναι να ακολουθεί, και να προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει, ό,τι τρεντάρει στην κοινωνία, τόσο σε πολιτικό περιεχόμενο, όσο και στη μορφή του πολιτικού του μηνύματος (όπως, βέβαια, και να έχει ευφάνταστη και συχνή επαφή με πολίτες, που μετά χρησιμεύει και ως ψηφιακό υλικό).


Έτσι, ο Στέφανος Κασσελάκης από τη μία μπορεί να μιλάει για προοδευτική παράταξη και από την άλλη να εντάσσει στον λόγο του το «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», να ζητάει διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας και ταυτόχρονα να μην αφήνει εκκλησιά για εκκλησιά που να μην ανάβει κερί on camera, κτλ. Αναμενόμενο για την τακτική του, όταν το 50,7% αισθάνεται κοντά και πολύ κοντά στη θρησκεία και το 79,9% των Ελλήνων πιστεύει στον Θεό, ενώ ο θεσμός που χαίρει μεγαλύτερης εμπιστοσύνης παραμένει η οικογένεια (μέση τιμή 4,3 σε κλίμακα από 1 έως 5, στοιχεία Διανέοσις).


Αντίστοιχα, γνωρίζει πώς να αξιοποιεί τα social media και τα trends σε αυτά για την προβολή του, χρησιμοποιώντας κλασικές τεχνικές διαφήμισης: Με τη χρήση στοιχείων της υπάρχουσας πολιτισμικής κουλτούρας, όπως είναι το μοίρασμα προσωπικών στιγμών (πχ κούρεμα, βόλτα σκύλο, γυμναστήριο κτλ) και παίζοντας με την αξία της «αυθεντικότητας» (επανάληψη του μάντρα «είμαι ο εαυτός μου»), που λογίζεται υψηλά στη σύγχρονη κουλτούρα, καλλιεργεί την αίσθηση οικειότητας, πολιτικής πρωτοτυπίας κτλ, αντιπαραβάλλοντας την ίδια ώρα το προφίλ του με αυτό των πολιτικών της «δηθενιάς», όπως τους χαρακτηρίζει. Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημασία των social media για την πολιτική ολοένα και αυξάνεται. Μπορεί στον γενικό πληθυσμό να παίζουν καθοριστικό και πολύ σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση άποψης για τις πολιτικές εξελίξεις για ένα 29,2%, αλλά στις ηλικίες 17-29 το αντίστοιχο ποσοστό εκτοξεύεται στο 57,5% (στοιχεία Opinion Poll).


Και αν με όλες αυτές τις πρακτικές, όπως και πολύ περισσότερο με γελοίες δηλώσεις του τύπου για την ιστορία της βάφτισής του, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δεν δίνει την εικόνα «σοβαρού» πολιτικού, αυτό δεν λειτουργεί απαραίτητα βλαπτικά για τον ίδιο. Πρώτον, γιατί ακόμα και με τις εκκεντρικότητές του παράγει ένα συνεχές ψηφιακό περιεχόμενο, που άλλοι κάνουν binge watching γιατί τους αρέσει και άλλοι γιατί τους αρέσει να τον αντιπαθούν, παράγοντας με τη σειρά τους άλλο τόσο περιεχόμενο γι’ αυτόν, και ας είναι και κριτικής, ανακατευθύνοντας, όμως, σε κάθε περίπτωση το πολιτικό ενδιαφέρον γύρω του. Δεύτερον, κοινωνικά υπάρχει ένα γενικευμένο αίσθημα κατά των πολιτικών [το 52,7% θεωρεί ότι για τα προβλήματα της χώρας φταίει η κυβέρνηση, αλλά και γενικά οι πολιτικοί, (Διανέοσις)] και άρα για κάποιους λειτουργεί θετικά το ότι ο Στέφανος Κασσελάκης δεν μοιάζει με αυτούς.


Όλη αυτή η στρατηγική, βέβαια, έχει και ταβάνι. Σίγουρα το ταβάνι αυτό είναι πιο ψηλό λόγω ευρωεκλογών, που πάντα ευνοούσαν την αξιωματική αντιπολίτευση (από το 1999, με εξαίρεση το 2004, η αξ. αντιπολίτευση στις ευρωεκλογές ερχόταν πρώτη), μέχρι και την τρολ ψήφο, αλλά όσο και να θέλει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι είναι «ένας από εμάς», με σπίτι που κοστίζει 1,8 εκατομμύρια και εξόρμηση στα νησιά με σκάφος που ενοικιάζεται για 2.000 ευρώ τη μέρα, είναι λίγο δύσκολο. Το χάσμα είναι τόσο μεγάλο, που η ταύτιση ακόμα και σε ένα φαντασιακό επίπεδο «αυτού που θα ήθελα να γίνω», πιθανά καθίσταται αδύνατη. Γιατί μπορεί η κοινωνία (η αμερικάνικη ιδίως, της οποίας κουλτούρα αναπαράγει) να μην έχει πρόβλημα να επιδεικνύει τον πλούτο του κάποιος που ξεκίνησε από χαμηλά και στο τέλος τα «κατάφερε» (american dream), αλλά ο Στέφανος Κασσελάκης ούτε πήγε μετανάστης στην Αμερική για να πλύνει πιάτα και τελικά έγινε πλούσιος (ανέκαθεν εύπορος ήταν), ούτε έχει καταφέρει μέχρι στιγμής να αποσαφηνίσει, πόσο μάλλον να εντάξει στην εδώ κουλτούρα, το «ελληνικό όνειρο» που προμοτάρει.


Για τις δε βουλευτικές εκλογές, η κατάσταση θα είναι ακόμα πιο δύσκολη για τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί τότε τα κριτήρια ψήφου αλλάζουν και τα πράγματα «σοβαρεύουν». Η επικοινωνιακή στρατηγική του πρωτότυπου, του εκκεντρικού κτλ μπορεί να ενδείκνυται για ένα μικρό κόμμα που θέλει να ταράξει τα νερά, αλλά για τη διεκδίκηση διακυβέρνησης είναι αμφίβολο ότι θα έπιανε. Αλλά αυτές, ούτως ή άλλως, αργούν πολύ ακόμα.


 


Apsny News

İlgili Makaleler

Bir yanıt yazın

Başa dön tuşu