Ελληνικά

Δημοκρατία και ανάπτυξη | Εφημερίδα η Εποχή



Σε ένα τριήμερο συνέδριο που διεξήχθη πριν από ενάμιση μήνα στην Αθήνα για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση, ακούστηκε το επιχείρημα ότι η δημοκρατική συνθήκη της Μεταπολίτευσης εμπόδισε τις μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει, κάτι που στοίχισε στη χώρα μας. Τα κείμενα που φιλοξενούμε σήμερα αμφισβητούν αυτή την ιδέα, απαντούν στην ιδέα που εμφανίζεται στους κόλπους της διεθνούς (ακρο-)Δεξιάς ότι «η πολλή δημοκρατία βλάπτει», ενώ επερωτούν το περιεχόμενο της «ανάπτυξης».


 


Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων


 



 


 


Η παραγωγική δύναμη της δημοκρατίας


 


Χωρίς ιδιαίτερες φανφάρες μια φαινομενικά νεόκοπη «ιδέα» έχει αρχίσει να εισέρχεται στη δημόσια σφαίρα: Η πρόοδος μιας κοινωνίας, η αύξηση του πλούτου, η ανάπτυξη, δεν συμβιβάζεται με τη δημοκρατική λειτουργία της ίδιας. Η ελευθερία της έκφρασης χωρίς όρια και η ακατάσχετη διεκδίκηση αιτημάτων διαταράσσουν τον ομαλό παραγωγικό βίο, κατασπαταλούν ώρες εργασίας και κοστίζουν πολύ.


   Αλλά ας μην αδικήσουμε. Η «ιδέα» δεν προκρίνει τη δικτατορία ούτε υπαινίσσεται κάποιο Führerprinzip. Ανέχεται την εναλλαγή κυβερνώντων κομμάτων όσο αυτή δεν θίγει το πολιτικό πλαίσιο που εξασφαλίζει, δηλαδή την ανάπτυξη. Ένα πλαίσιο που απορροφά εν ταυτώ τις δυστυχώς αναπόφευκτες εντάσεις, ενώ οπωσδήποτε συναινεί ακόμη και σε πολέμους που τελικά θα την προάγουν. 


   Έτσι, η δημοκρατία δεν καταργείται τυπικά. Απλώς περιστέλλεται σε μια στιγμή. Στη στιγμή όπου το ψηφοδέλτιο εναποτίθεται στην κάλπη. Μετά την απομάκρυνση από εκείνη, ουδέν λάθος αναγνωρίζεται. Με αισχυντηλά δεδομένο –δηλαδή εν επιγνώσει όλων– ότι η προεκλογική διαπάλη αφορά προγράμματα με δύο μέρη: το ρητό, που συνίσταται σε σαγηνευτικές υποσχέσεις που ουδέποτε θα τηρηθούν, και το ανείπωτο, που θα υλοποιηθεί βρέξει χιονίσει. Δημοκρατία στιγμιαία: Ο νικητής της κάλπης έχει το ελεύθερο να πράξει ό,τι προαιρείται. Στα καθ’ ημάς τουλάχιστον, η πλειοψηφία στο κοινοβούλιο (πρώτη εξουσία), η προσήκουσα θωράκιση της Δικαιοσύνης (τρίτη εξουσία) και ο ασφυκτικός έλεγχος των μεγάλων ΜΜΕ (τέταρτη εξουσία) απελευθερώνουν τη δεύτερη εξουσία –την εκτελεστική– ώστε να πράττει ανεξέλεγκτα όσα βούλεται. Και ιδιαζόντως τον επικεφαλής της πρωθυπουργό, κύρια πολιτική αρχή του πολιτεύματος κατά το σύνταγμα. Λαμπρά.


   Ωραίον το αφήγημα. Υπνωτιστικά ωραίον. Που απευθύνεται εκ κατασκευής σε όσους έχουν τον τρόπο –θεμιτό ή αθέμιτο– να εξασφαλίζουν τα του οίκου τους, δεν ανησυχούν και δεν προβληματίζονται ενόσω εκλαμβάνουν την κοινωνία όλη –κατά τις επιταγές της πρωτοπόρου Μάργκαρετ Θάτσερ– ως αποτελούμενη αποκλειστικά από τους ίδιους και τις οικογένειές τους. 


   Οι τελευταίες εθνικές εκλογές μαρτυρούν την αποτελεσματικότητα του αφηγήματος, ακόμη και χωρίς ρητή επίκληση της «ιδέας». Η ΝΔ όχι μόνο έδεσε τους νοικοκυραίους σε ενιαίο πολιτικό μπλοκ, αλλά υπνώτισε και αρκετούς που δεν έχουν τρόπους να εξασφαλίζουν τα του οίκου τους, που ανησυχούν γιατί δεν βγαίνει ο μήνας, που προβληματίζονται για το τι θα κάνουν τα παιδιά τους. Μετά το πέρας των μνημονίων και εν απουσία ευδιάκριτης εναλλακτικής προοπτικής, αυτοί κατέστειλαν τους προβληματισμούς και αρκέστηκαν στα passes –ή παροχετεύθηκαν στην αποχή. Τελικά είσαστε όλοι άχρηστοι, φαίνεται πως σκέφθηκαν. Οπότε, αφήστε τα ωραία λόγια και, προπαντός, μη ζητάτε από μας να βγάλουμε εσάς από τα δικά σας αδιέξοδα. Κι ας φτάσει το παλιάμπελο στο 41%.


   Η δημοκρατία είναι προικισμένη με αυθεντική παραγωγική δύναμη, ίσως την ισχυρότερη: Απέναντι σε ένα δύσκολο πρόβλημα, η συν-ζήτηση, η συν-λογική διαβούλευση, παράγει αποτέλεσμα κατά πολύ αρτιότερο από την αρχική προσέγγιση οποιουδήποτε των συμμετεχόντων. Αρκεί η καλή πίστη, η συνακόλουθη αλληλεγγύη, η ικανότητα γενναιόδωρης ακοής της ξένης άποψης και επαρκής χρόνος διερεύνησης επικεντρωμένης στο κύριο. Η εξισορρόπηση άμεσης και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και η αντιμετώπιση των αντίστοιχων εκφάνσεων, όχι ως παγιωμένο σύστημα θεσμών, αλλά ως πορεία συνεχούς εκδημοκρατισμού, ενδυναμώνει –«αναπτύσσει» αν θέλουμε– την κοινωνία και μπορεί να οδηγήσει σε ισότητα, ελευθερία και δικαιοσύνη. Δηλαδή, να καταστήσει τη δημοκρατία άκρως επικίνδυνη. Αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο θέλει να επισημάνει η «ιδέα», ενόσω η στιγμιαία δημοκρατία των εκλογικών κύκλων γίνεται ανεκτή γιατί, ακριβώς, πιστοποιείται ως ακίνδυνη. Έστω με «παρενθέσεις».


   Το συντριπτικό «επιχείρημα 41%» έχει υποστεί πλέον ανήκεστο βλάβη. Οι ανησυχίες και οι προβληματισμοί εντείνονται, με τις εκφράσεις τους να διαταράσσουν ανεπίτρεπτα τον ομαλό παραγωγικό βίο. Η «ιδέα» επιστρατεύεται για να εντοπίσει το κακό και να χαράξει αποτελεσματικότερους δρόμους. Ας το συνειδητοποιήσουμε.


 


Αριστείδης Μπαλτάς,

ομότιμος καθηγητής στο ΕΜΠ


 


 


Δημοκρατία και ανάπτυξη:

μια μη αυτονόητη σχέση


 


Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό αποτελεί η ουσιαστική και τυπική διάκριση και ο διαχωρισμός της οικονομικής από την πολιτική σφαίρα.  Επρόκειτο για καταστατική εξέλιξη στη διαδικασία υπέρβασης του «παλαιού καθεστώτος» και την εμπέδωση των νέων αστικών καθεστώτων. Η αδιαμφισβήτητα θετική αυτή εξέλιξη συνέβαλε στη διαμόρφωση του πλαισίου για την επιτυχή διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων από τις υποκείμενες τάξεις. Ωστόσο, το λειτουργικό της αποτέλεσμα ανέδειξε μια σοβαρή αντινομία των φιλελεύθερων δημοκρατικών καθεστώτων. Και τούτο γιατί οι πολίτες αναμένεται στη δημόσια σφαίρα, τουλάχιστον θεωρητικά, να συμπεριφέρονται με αντιφατικό τρόπο: από τη μια, με εγωιστική ιδιοτέλεια στην αγορά και τις οικονομικές διαδικασίες και, από την άλλη, με ανιδιοτελή ψυχραιμία στις πολιτικές διαδικασίες και στην εκλογική τους επιλογή με γνώμονα το «κοινό καλό». 


Προφανώς, η αντινομία αυτή αποτελεί μια σταθεροποιητική και προστατευτική δύναμη του κοινωνικοπολιτικού status quo, αφού περιορίζει το περιεχόμενο της δημοκρατίας στις τυπικές και διαδικαστικές της λειτουργίες. Ο επιδιωκόμενος πολιτικός εκσυγχρονισμός στο πλαίσιο των μεταπολεμικών διευθετήσεων και αποαποικιακών διαδικασιών θεώρησε ότι η συγκρότηση μιας λελογισμένης δημοκρατικής συμμετοχής και της αντίστοιχης πολιτικής κουλτούρας αποτελεί προϋπόθεση για σταθερή αναπτυξιακή πορεία. Ωστόσο, η απάντηση στο ερώτημα «κατά πόσον η δημοκρατία και οι θεσμοί της διευκολύνουν την οικονομική ανάπτυξη» δεν μπορεί να είναι κανονιστική. Τα εμπειρικά παραδείγματα είναι απολύτως αντιφατικά και δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα. Υπήρχαν αυταρχικά καθεστώτα που σημείωσαν μεγάλη οικονομική ανάπτυξη (Κορέα, Ινδονησία, Κίνα κ.ά.), ενώ κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που αναγκάζονταν να διευθετούν ανταγωνιστικά κοινωνικά συμφέροντα (Ινδία, Ν. Ευρώπη «μετά το τέλος των Δικτατοριών») καθυστέρησαν την αναγκαία προσαρμογή τους στη δυναμική του νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας, κάτι που φυσικά δεν συνέβη μεταπολεμικά στη Β. Ευρώπη. Τα τελευταία χρόνια, στις συνθήκες κρίσης, η θεώρηση ότι η «πολλή δημοκρατία βλάπτει την ανάπτυξη» φαίνεται να επανέρχεται, καθώς αποτελεί μέρος της ατζέντας της κυρίαρχης πλέον Δεξιάς και Ακροδεξιάς.


Στη βάση αυτής της συζήτησης υπάρχει μια προφανής ασάφεια και μια λάθος παραδοχή, οι οποίες πρέπει εμπράκτως να αποσαφηνιστούν από την Αριστερά. Η ασάφεια έχει να κάνει με τη μη διάκριση ανάμεσα στην «κοινωνική ανάπτυξη» και την οικονομική μεγέθυνση. Στο βαθμό που δεν αμφισβητηθεί το περιεχόμενο της ανάπτυξης, αφού στον δημόσιο διάλογο και τη ρητορική των διεθνών οργανισμών αυτή ταυτίζεται με την «καπιταλιστική λογική», είναι αδύνατον να αποφανθούμε για τη σχέση της με τη δημοκρατία. Με άλλα λόγια, ο συνήθης ορισμός της «ανάπτυξης» ως οικονομική μεγέθυνση κάνει την απάντηση στο ερώτημα της σχέσης με την δημοκρατία αδιάφορη. 


Επιπλέον, παρά τις σε αντίθετη κατεύθυνση θεωρητικές παραδοχές, η Αριστερά φαίνεται πρακτικά να υιοθετεί την άποψη ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι κοινωνικά ουδέτεροι. Κάτι τέτοιο ενδυναμώνει τον περιορισμό της δημοκρατίας στο τυπικό και διαδικαστικό της περιεχόμενο και, ταυτόχρονα, οδηγεί στην αφέλεια ότι οι θεσμοί του κράτους, ως έχουν, μπορεί να απομακρυνθούν, ως αποτέλεσμα της βούλησης των κυβερνήσεων, από τις πολιτικές που ταυτίζουν την οικονομική μεγέθυνση με την ανάπτυξη.


Τα παραπάνω θέτουν το ζήτημα του εκδημοκρατισμού του κράτους πολύ ψηλά στην ατζέντα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εφεύρουμε τρόπους και θεσμούς ώστε η δημοκρατία, πέρα από το τυπικό της περιεχόμενο, να αποτελεί το επίκεντρο της κοινωνικής ανάπτυξης.  Σε αυτή την προσπάθεια ίσως μια γενναία μεταρρύθμιση των εκλογικών διαδικασιών ώστε αυτές να συμβάλλουν στη δημοκρατική συμμετοχή, το σχεδιασμό, την υλοποίηση και τη λογοδοσία των κρατικών πολιτικών σε κάθε περιφέρεια, να αποτελούσε μια αρχή.  Οι συνέπειες της πολυκρίσης και η συστηματική υπονόμευση της δημοκρατίας μας επιβάλλουν να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση.


 


Μιχάλης Σπουρδαλάκης,

ομότιμος καθηγητής στο τμήμα Κοινωνιολογίας του ΕΚΠΑ


 


 


Νεοφιλελευθερισμός,

χρεοκοπία και αναπτυξιακά αδιέξοδα


 


Στα πενήντα χρόνια από τη Μεταπολίτευση, το ελληνικό αναπτυξιακό μοντέλο έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές. Η πτώση της χούντας, οι συνδικαλιστικοί και κοινωνικοί αγώνες και οι κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης, η είσοδος στην ΕΟΚ και το άνοιγμα της οικονομίας στον διεθνή ανταγωνισμό, η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και ο εκδημοκρατισμός των θεσμών ταυτόχρονα με την αναπαραγωγή του κομματικού-πελατειακού κράτους, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών τάξεων και των μεσοστρωμάτων, η διεύρυνση των εργασιακών δικαιωμάτων και η ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους χωρίς διεύρυνση της φορολογικής βάσης, η μείωση του ποσοστού κέρδους και η επέκταση της φοροδιαφυγής, ο πληθωρισμός και η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω υποτιμήσεων, συνέπεσαν με την αποβιομηχάνιση της οικονομίας κατά τη διάρκεια των υφέσεων των αρχών του ’80 και του ’90, με τη σταδιακή μετατροπή της σε οικονομία υπηρεσιών που απασχολεί άφθονο γυναικείο εργατικό δυναμικό, με τη δραστική μείωση του πλεονάσματος και την αντιστροφή του ισοζυγίου εισαγωγών-εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, και με τη στασιμότητα των επενδύσεων, της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης μεταξύ 1980 και 1993.


Επί κυβέρνησης Κωσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993) σημειώνεται η πρώτη μεγάλη ήττα της εργατικής τάξης. Καταργείται η αυτόματη τιμαριθμική προσαρμογή των μισθών και ο μέσος πραγματικός μισθός μειώνεται κατά 12%, επιστρέφοντας στο επίπεδο του 1977. Το μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ, που είχε ξεκινήσει το 1974 από 51% για να φτάσει στο κορυφαίο επίπεδο του 58% το 1983, πέφτει από το 55,5% το 1989 στο 48% το 1993. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 2008, είχε ανέλθει στο 52%.


Τη δεκαπενταετία 1994-2008, η νέα φάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η Ενιαία Αγορά, η προετοιμασία της χώρας για την ένταξη στην ευρωζώνη και ο πακτωλός των ευρωπαϊκών πόρων που δόθηκαν ως αντιστάθμισμα, η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων και η μείωση των επιτοκίων, καθώς και τα φτηνά εργατικά χέρια των μεταναστών που ήρθαν μαζικά στη χώρα, «παρήγαγαν» ισχυρή ανάπτυξη, που όμως οδήγησε στο γκρεμό: στη μεγαλύτερη οικονομική κρίση σε καιρό ειρήνης στην παγκόσμια ιστορία, σε μια τεράστια κοινωνική κρίση και οπισθοδρόμηση, και σε μια δεύτερη σαρωτική ήττα την εργατική τάξη της χώρας.


Εξαρχής πίστευα και συνεχίζω να θεωρώ, ότι η ελληνική Μεγάλη Ύφεση, την οποία πυροδότησε το 2009 η κρίση δημοσίου χρέους, υπήρξε πρωτίστως παραγωγική-αναπτυξιακή, δευτερευόντως δημοσιονομική, και κατεξοχήν πολιτική.


Διότι τα δίδυμα ελλείμματα (εξωτερικό και δημοσιονομικό) είναι αποτέλεσμα της «εύκολης ανάπτυξης» της «χρυσής δεκαπενταετίας», η οποία στηρίχθηκε στον τουρισμό, στη ναυτιλία, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην κατασπατάληση των πόρων των Κοινοτικών Πακέτων Στήριξης, στις επενδύσεις των ιδιωτών σε χρηματιστήριο και κατοικίες και του κράτους στις κατασκευές των Ολυμπιακών Αγώνων, και σε αμυντικούς εξοπλισμούς με φτηνό δανεικό χρήμα. Και είναι αποτέλεσμα της αμεριμνησίας όλων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ και των πολιτικών ελίτ του δικομματισμού, που ασμένως προσχώρησαν στην νεοφιλελεύθερη αντίληψη μιας ανάπτυξης στηριγμένης στις διεθνείς χρηματαγορές, στο ξένο τραπεζικό και πολυεθνικό κεφάλαιο και τα κρατικά funds των εμίρηδων, που αθρόα εξαγόραζαν ιδιωτικές κερδοφόρες και κρατικές επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα. Μιας ανάπτυξης χωρίς σοβαρή βιομηχανική και τεχνολογική πολιτική και αντίστοιχους θεσμούς.


Το ίδιο ακριβώς αναπτυξιακό μοντέλο, στην πιο ακραία νεοφιλελεύθερη εκδοχή, προωθεί η σημερινή κυβέρνηση, ατενίζοντας το εξωτερικό έλλειμμα να εκτοξεύεται, ενώ θριαμβολογεί για τους ρυθμούς ανάπτυξης, διαχειριζόμενη τον νέο πακτωλό ευρωπαϊκών πόρων. Επιπλέον, έχει μεριμνήσει συστηματικά τα τελευταία χρόνια ώστε η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η διάλυση του κοινωνικού κράτους που επέβαλαν τα Μνημόνια να ολοκληρωθούν και να επεκταθούν. Ύστερα από δεκαπέντε χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων και με το μερίδιο των μισθών στο 47% το 2023, ποιος να θυμάται το «κοινωνικό συμβόλαιο της Μεταπολίτευσης»; Φαίνεται όμως ότι ξεχνάμε ακόμα και το τι οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία.


 


Μαρία Καραμεσίνη,

καθηγήτρια Οικονομικών της Εργασίας και της Κοινωνικής Πολιτικής στο Πάντειο πανεπιστήμιο


 


 


Το αίτημα της έμφυλης ισότητας

στο σταυροδρόμι δημοκρατίας και ανάπτυξης


 


Η δημοκρατία και η ανάπτυξη αποτελούν σημαντικά επίδικα για την κοινωνία. Στη διασταύρωσή τους συναντάμε την έμφυλη ανισότητα, η οποία επηρεάζει με διαφορετικό τρόπο τη δημοκρατία από ό,τι την ανάπτυξη, και γι’ αυτό ίσως χρειάζεται να γίνει μια επανεξέταση των στρατηγικών στόχων.


Η δημοκρατία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα κλειστό σύστημα εκλογικής και πολιτικής εκπροσώπησης, αλλά ως ανοιχτό αίτημα μιας κοινωνικής διαδικασίας διαρκούς εμβάθυνσης. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, παρατηρούμε ότι η έμφυλη ανισότητα ασκεί σημαντική επίδραση στη δημοκρατία. Η περιορισμένη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική ζωή και οι ανισότητες στην πρόσβαση στην εξουσία μπορεί να δημιουργήσουν ανισορροπίες στην αντιπροσώπευση και να περιορίσουν την εκφραστική τους ικανότητα στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, με αρνητικές συνέπειες για τη δημοκρατική διαδικασία. Επομένως, η προώθηση της έμφυλης ισότητας αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την ενίσχυση της δημοκρατίας και τη διασφάλιση μιας ισότιμης και ανοικτής κοινωνικής συμμετοχής.


Από την άλλη πλευρά, η επίδραση της έμφυλης ανισότητας στην ανάπτυξη εμπεριέχει διάφορες πτυχές, οι οποίες καθιστούν τη σχέση πολύπλοκη, με αποτέλεσμα η διατύπωση ενός συμπεράσματος όπως το παραπάνω που αφορά τη δημοκρατία να είναι δυσκολότερη. Η προσέγγιση των λεγόμενων έξυπνων οικονομικών (smart economics), η οποία προβλήθηκε εμφατικά από την Παγκόσμια Τράπεζα, είναι η κυρίαρχη και υποστηρίζει ότι η ενίσχυση της συμμετοχής των γυναικών στην οικονομία, η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε εκπαιδευτικές και οικονομικές ευκαιρίες, καθώς και η μείωση των ανισοτήτων στον τομέα της εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών, μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικά οφέλη για ολόκληρη την κοινωνία. Ωστόσο, η μαρξιστική ανάλυση αντιτίθεται στη νεοκλασική θέση που λέει ότι η διάκριση είναι οικονομικά ανορθολογική, καθώς αποτελεί στρατηγική της καπιταλιστικής τάξης για να διαιρέσει και να ποδηγετήσει την εργατική τάξη. Οι καπιταλιστές έχουν όφελος όταν κάνουν διακρίσεις, προσφέροντας χαμηλότερους μισθούς σε ορισμένες ομάδες εργαζομένων, επειδή αυξάνουν την υπεραξία που μπορούν να αποσπάσουν από την εργασία. Σε αυτό το πλαίσιο, η σύγχρονη φεμινιστική οικονομική στρουκτουραλιστική θεωρία τεκμηριώνει την πιθανότητα το μισθολογικό χάσμα των φύλων να λειτουργεί προωθητικά για την οικονομική ανάπτυξη, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το επιχείρημα, το οποίο έχει υποστηριχθεί και εμπειρικά1, συμπυκνώνεται στα εξής: Οι χαμηλότεροι μισθοί των γυναικών μειώνουν το συνολικό μερίδιο του εισοδήματος της εργασίας, αυξάνοντας αυτό του κεφαλαίου, το οποίο οδηγεί σε υψηλότερες επενδύσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται η παραγωγή από κοινού με τη μεγέθυνση. Ως εκ τούτου, η έμφυλη ανισότητα στους μισθούς είναι πιθανό να δίνει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη, μέσω της εντονότερης εκμετάλλευσης της γυναικείας εργασίας.


Η προσήλωση στην έννοια της οικονομικής ανάπτυξης, όπως αυτή είναι ευρέως αντιληπτή μέσω της αύξησης του ρυθμού της οικονομικής μεγέθυνσης, μπορεί να οδηγήσει στο γκροτέσκο συμπέρασμα ότι πρέπει να θυσιαστεί το αίτημα της ισότητας στην αμοιβή μεταξύ των φύλων για χάρη της ανάπτυξης.   Ο λόγος ωστόσο που χρειάζεται να φωτιστεί μια πτυχή της έμφυλης ισότητας, ανάμεσα σε τόσες άλλες, η οποία φέρεται ότι επιδρά αρνητικά στην οικονομική ανάπτυξη, είναι η ανάγκη που αναδύεται για αλλαγή ορισμού και μέτρησης της τελευταίας. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η ανάπτυξη δεν είναι ουδέτερη και ότι οι κυρίαρχοι δείκτες που την μετρούν έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που αγνοεί επιδεικτικά σημαντικές πτυχές των κοινωνικών -και περιβαλλοντικών- επιδιώξεων. Έτσι, είναι απαραίτητο να ορίσουμε εκ νέου την ανάπτυξη, όπως προτάσσει το κίνημα «πέρα από το ΑΕΠ». Το ΑΕΠ έχει επικρατήσει ως ο πλέον αποδεκτός δείκτης προόδου, παρά τις σημαντικές αδυναμίες του. Η χρήση εναλλακτικών δεικτών, οι οποίοι ενσωματώνουν οικονομικούς, κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες, στοχεύει στην ολιστική και συμπεριληπτική αξιολόγηση της ευημερίας των χωρών[1]. Απαιτείται λοιπόν επαναπροσδιορισμός της έννοιας της ανάπτυξης, ώστε οι προσπάθειες μείωσης των έμφυλων ανισοτήτων να εξυπηρετούν εξίσου και τα δύο δομικά για την κοινωνία μας ιδεώδη, της δημοκρατίας και της ανάπτυξης.


 


 


Ελένη Γκρίνγουδ,

δρ Οικονομικών, Ερευνήτρια Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς


 


1.  Βλ. Seguino, S. (2000). Gender inequality and economic growth: A cross-country analysis. World development28(7), 1211-1230.


 


 


Apsny News

İlgili Makaleler

Bir yanıt yazın

Başa dön tuşu