Ελληνικά

Ο αγαπημένος ενός λόρδου | Εφημερίδα η Εποχή



Αυτό το σημείωμα έχει στον πυρήνα του ένα κατά το μάλλον ή ήττον φιλολογικό ερώτημα: Ποιο είναι το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Βύρωνας; Ωστόσο, όπως συμβαίνει συνήθως, οι λέξεις μιλούν για τα πράγματα: Στις παρυφές της επίσημης ιστορίας ανασαίνει ακόμη η σκιά του τελευταίου έλληνα αγαπημένου του λόρδου Βύρωνα. Μια (avant la lettre κουήρ) μικροϊστορία, λοιπόν, προκειμένου να επανεπισκεφθούμε λοξά το παρελθόν, να αποκαταστήσουμε μια ιστορική μορφή και να αποφύγουμε, μεταξύ άλλων, τις κορώνες που συνόδευσαν τη δισεκατονταετηρίδα από τον θάνατο του «μεγάλου φιλέλληνα».


 


Στις 19 Απριλίου 1824, ήτοι τη Δευτέρα του Πάσχα, η Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος διακηρύττει: «Αι παρούσαι χαρμόσυνοι ημέραι έγιναν διά όλους ημάς ημέραι πένθους. Ο Λορδ Νόελ Βυρών απέρασε σήμερον εις την άλλην ζωήν, περί τας ένδεκα ώρας το εσπέρας μετά μίαν ασθένειαν φλογιστικού ρευματικού πυρετού 10 ημερών».


Το τελευταίο ποίημα, το οποίο φαίνεται να έγραψε ο Βύρωνας στο Μεσολόγγι, φέρει ημερομηνία 22 Ιανουαρίου 1824, τη μέρα των γενεθλίων του. Ο Πιέτρο Γκάμπα, υπασπιστής και γραμματέας του Βύρωνα, σημειώνει: «Σήμερα το πρωί ο λόρδος Βύρωνας βγήκε από την κρεβατοκάμαρά του, στο διαμέρισμα, όπου ήταν συγκεντρωμένοι ο συνταγματάρχης Στάνχοπ και μερικοί φίλοι, και είπε χαμογελώντας: «Παραπονιόσασταν τις προάλλες ότι δεν γράφω καθόλου ποίηση τώρα: – σήμερα είναι τα γενέθλιά μου, και μόλις τελείωσα κάτι, το οποίο, νομίζω, είναι καλύτερο από ό,τι γράφω συνήθως». Τότε έγραψε αυτούς τους ευγενικούς και συγκινητικούς στίχους, οι οποίοι κατόπιν βρέθηκαν γραμμένοι στα ημερολόγιά του, με την ακόλουθη μόνο εισαγωγή: – 22 Ιανουαρίου: Σήμερα συμπληρώνω το τριακοστό έκτο έτος της ηλικίας μου».


Το ποίημα πρωτοδημοσιεύθηκε ολόκληρο στις 29 Οκτωβρίου 1824 στο Morning Chronicle υπό τον τίτλο «Οι ύστατοι στίχοι του λόρδου Βύρωνα» («Lord Byron’s Latest Verses»). Λίγο νωρίτερα, ένα τετράστιχο είχε δημοσιευθεί από στενούς φίλους του Βύρωνα στο Westminster Review, τον Ιούλιο 1824. Λίγο μετά τη δημοσίευση, το ποίημα μεταφράστηκε από τον Σπυρίδωνα Τρικούπη και η μετάφραση δημοσιεύθηκε στα Ελληνικά Χρονικά, την εφημερίδα του Μεσολογγίου, στις 11 Φεβρουαρίου 1825 – είχε προηγηθεί η δημοσίευση του επικήδειου που εκφώνησε ο Τρικούπης τον Απρίλιο 1824.


Το ποίημα του Βύρωνα έκτοτε μεταφράστηκε αρκετές φορές στα ελληνικά, από διάσημους, άσημους ή ανώνυμους μεταφραστές, πάντα συνοδευόμενο από την ίδια πλάνη: ότι αποτελεί το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Βύρωνας στο Μεσολόγγι. Τα πράγματα όμως είναι πιο ενδιαφέροντα, επειδή οι ζωές των ανθρώπων είναι πολυπλοκότερες.


 


Ο αγαπημένος


 


Σε μία του εκδρομή στην Ιθάκη, το καλοκαίρι του 1823, όσο βρισκόταν στην Κεφαλονιά, προετοιμάζοντας τις κινήσεις του, ο Βύρωνας γνωρίζει τους Χαλανδριτσάνους, μία οικογένεια πατρινών προσφύγων, η οποία είχε εκπέσει οικονομικά: τη γηραιά μητέρα με τις τρεις της κόρες Κατίνα, Αννέτα και Ευγενία. Ο Βύρων, κατόπιν προτροπής του εκεί άγγλου διοικητή, στέργει να συνδράμει την οικογένεια και να της δώσει ένα μηνιαίο χρηματικό βοήθημα.


Πληροφορούμενα τα παραπάνω, τα άλλα δύο παιδιά της οικογένειας, ο Λουκάς και ο Ανδρέας, ξεκινούν από τον Μοριά για την Κεφαλονιά, προκειμένου να ζητήσουν από τον λόρδο να τους βάλει στη δούλεψή του. Τελικά, ο Λουκάς, ο οποίος προηγουμένως πολεμούσε μαζί με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, επειδή γνώριζε και ιταλικά, εντάσσεται στη συνοδεία του Βύρωνα. Στο πέρασμά τους από την Κεφαλονιά προς το Μεσολόγγι συναντούν ένα οθωμανικό πλοίο, ξεφεύγουν και φτάνουν στην Ιερή Πόλη στις 5 Ιανουαρίου 1824. Ο Λουκάς Χαλανδριτσάνος ήταν τότε δεκαπέντε ετών.


Στο Μεσολόγγι ο Βύρωνας δεν κρύβει τα αισθήματά του προς τον νεαρό Λουκά: τον ντύνει, τον στολίζει, τον παίρνει μαζί του για ιππασία και του παραχωρεί τη διοίκηση ενός σώματος τριάντα ατάκτων. Ο Λουκάς προσφέρει στον Βύρωνα τη θέα της ομορφιάς του, ένα καθημερινό μάθημα νέων ελληνικών αλλά και την πικρή γεύση του ανανταπόδοτου έρωτα.


Λίγο πριν πεθάνει ο Βύρωνας δίνει στον Λουκά ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, ομολογίες για την εκμετάλλευση των αλυκών του Μεσολογγίου, την περικεφαλαία του και το ξίφος του – τα δύο τελευταία θα τοποθετηθούν, μαζί με ένα δάφνινο στεφάνι, στο φέρετρο του Βύρωνα, ενώ αργότερα θα βγουν σε πλειστηριασμό στον Πόρο, όταν πλέον ο Λουκάς δεν θα υπάρχει. Τι απέγινε ο Λουκάς μετά τον θάνατο του λόρδου; Φαίνεται πως έφυγε από το Μεσολόγγι· τον Ιανουάριο 1825 λαμβάνει τον βαθμό του χιλίαρχου, διοικώντας εκατό άνδρες, ενώ τον Απρίλιο 1826 καταθέτει στο Βουλευτικό αναφορά «διά της οποίας ζητεί να του δοθή διαταγή εις τάλληρα ισπανικά αντί των 21.000 γροσίων, τα οποία τού χρεωστούνται παρά του Εθνικού Ταμείου […]. Δεν ενεκρίθη η αίτησίς του». Ο Λουκάς τελικά πεθαίνει στην πολιορκία της Ακρόπολης (Αύγουστος 1826 – Μάιος 1827)· θα ήταν λίγο πριν τα δεκαεπτά του χρόνια.


 


Έρωτας, ποιήματα και μπαρούτι


 


Ας μη γελιόμαστε: όποιος έστειλε στο Morning Chronicle τους δήθεν τελευταίους στίχους που έγραψε ο Βύρωνας ήξερε πολύ καλά τι έκανε – αποσιωπούσε την ύπαρξη των ύστατων ερωτικών παθών του Βύρωνα και απέκρυπτε τον Λουκά. Ο «μεγάλος φιλέλληνας» έπρεπε μετά τον θάνατό του να αποκαθαρθεί, να γίνει ο Βύρωνας που έδωσε τη ζωή του για την ελευθερία των Ελλήνων, με αυταπάρνηση – και σε αυτό το σχήμα δεν χωρούσαν έρωτες με παιδαρέλια.


Έπρεπε, λοιπόν, να φτάσουμε στα 1887 για να μάθουμε ότι οι τελευταίοι στίχοι του Βύρωνα ήταν άλλοι. Δημοσιευμένοι στο Murray’s Magazine τον Φεβρουάριο 1887, οι τελευταίοι στίχοι που έγραψε ο Βύρωνας στο Μεσολόγγι απαθανατίζουν ευκρινώς τον Λουκά. Το «[Τελευταίες λέξεις για την Ελλάδα]» («[Last Words on Greece]») και το «[Έρωτας και θάνατος]» («[Love and Death]») είναι τα όντως τελευταία ποιήματα του Βύρωνα. Το εκδοτικό σημείωμα στο «[Έρωτας και θάνατος]» είναι αποκαλυπτικό: «Το τελευταίο που έγραψε. Από ακριβές αντίγραφο που βρέθηκε ανάμεσα στα χαρτιά του, πίσω από το “Τραγούδι του Σουλίου”. Αντιγραμμένο τον Νοέμβριο 1824 – Τζον Κ. Χόμπχάουζ».


Το τελευταίο του ποίημα δεν είναι ένα πολεμιστήριο σάλπισμα — αντιθέτως, είναι ένα κύκνειο άσμα που ψάλλει μέσα στην ταραχή́ και τον πόλεμο για τον εαυτό́ του και τον τελευταίο αγαπημένο του.


 


[Έρωτας και θάνατος]


 


Σε φρόντισα σαν είχαμε πλάι μας τον οχτρό,


να τον χτυπήσω έτοιμος – αλλιώτικα κι οι δυο μας


χαμένοι θά ’μαστε ασφαλώς –, διόλου μη χωριστώ


απ’ την αγάπη μας μαζί κι από τη λευτεριά μας.


 


Βράχο σαν βρήκε η πλώρη μας, σε φρόντισα


– παντού φόβος και θύελλα – στα κύματα τα πλήθια,


προστάζοντας να με κρατείς σφιχτά σε κάθε τράνταγμα·


βάρκα το μπράτσο μου για σε, κιβούρι αλλιώς τα στήθια.


 


Σε φρόντισα όταν πυρετός σού γυάλιζε τα μάτια,


σου έδωσα την κλίνη μου κι είχα τη γη για στρώμα,


κι η έγνοια αν με κούραζε, μη σηκωνόμουνα ποτέ


έτσι και πρόωρη θανή σε βύθιζε στο χώμα.


 


Ήρθε σεισμός και τράνταξε συθέμελα τον τοίχο,


φύση κι ανθρώποι τρέκλισαν ωσάν από κρασί.


Ποιον στις δονήσεις του σπιτιού εγύρεψα τριγύρω;


Εσέ. Ποιον πρώτα φρόντισα για νά ’ναι ασφαλής; Εσύ.


 


Και σαν του πόνου οι σπασμοί μού κόψαν την ανάσα,


την έκφραση την πιο χλομή στις σκέψεις μου τις ξέθωρες,


το πνεύμα γύρισε σ’ εσέ, στο ψυχομαχητό μου,


σ’ εσέ, ω πόσες έπρεπε φορές, κι ακόμα πιότερες.


 


Τόσα κι ακόμα πιο πολλά· δεν μ’ αγαπάς όμως εσύ,


κι ούτε ποτέ! Στη βούληση η αγάπη δεν εδρεύει.


Και ούτε που σε κατηγορώ, κι ας είναι κλήρος μου


αγάπη λάθος, δυνατή, μάταιη να με παιδεύει.


 


(μτφ. Π. Σκόνδρας)


 


Apsny News

İlgili Makaleler

Bir yanıt yazın

Başa dön tuşu